ιμαντελικτης

ιμαντελικτης
    ἱμαντελίκτης
    ἱμαντ-ελίκτης
    -ου, v. l. ἱμαντελικτεύς -έως ὅ досл. веревочник, канатчик, перен. крючкотвор-софист, путаник Democr. ap. Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιμαντελικτης" в других словарях:

  • ιμαντελικτής — ἱμαντελικτής, ὁ (Α) 1. αυτός που στρέφει, που γυρίζει σχοινιά 2. (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη λύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ελικτής (< ἑλίσσω)] …   Dictionary of Greek

  • ἱμαντελικτέων — ἱμαντελικτής pricker of tapes masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»